μαράζωμα

μαράζωμα
το [μαραζώνω]
1. μαρασμός, μάρανση
2. μελαγχολία που προέρχεται από μεγάλη θλίψη.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • μαράζωμα — το 1. το να μαραζιάσει κανείς, να πάθει φθίση. 2. μτφ., η μελαγχολία, η στενοχώρια: Το μαράζωμα την οδήγησε τελικά στην τρέλα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • μαράζιασμα — το [μαραζιάζω] μαρασμός, μάρανση, μαράζωμα …   Dictionary of Greek

  • κάτσιασμα — το, ατος μαρασμός, μαράζωμα: Πάσχει από κάτσιασμα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • μαράγκιασμα — το 1. το μαράζωμα, το ξέραμα. 2. μτφ., το χάσιμο της νιότης, της δύναμης …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • φθίση — η 1. φθορά, μαρασμός, μαράζωμα: Το φθινόπωρο αρχίζει η φθίση της φύσης. 2. η φυματίωση, το χτικιό …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”